χερσευομένην

χερσευομένην
χερσεύω
abide on dry land
pres part mp fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χερσεύω — ΜΑ [χέρσος] (το παθ.) χερσεύομαι μεταβάλλομαι σε χέρσο, γίνομαι ξερός και άγονος, χερσώνομαι (α. «γῆν χερσευομένην», Ευσ. β. «ἀγαθὴ γῆ πέφυκεν, ἀλλ ἀμεληθεῑσα χερσεύεται», Πλούτ.) αρχ. 1. ζω ή βρίσκομαι στη στεριά («χελώνη μὴ δυναμένη χερσεύειν» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”